- Ἑσπερινῶν
- Ἑσπερινόςfem gen plἙσπερινόςmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑσπερινῶν — ἑσπερινός fem gen pl ἑσπερινός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εϋκτήμων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αστρονόμος (5ος αι. π.Χ.). Καθόρισε, μαζί με τον Μέτωνα, τις σχέσεις ηλιακού και σεληνιακού έτους. Κατάρτισε πίνακα των πρωινών και εσπερινών εμφανίσεων των αστέρων. 2. Αθηναίος άρχοντας (5ος αι. π.Χ.). Υπήρξε και… … Dictionary of Greek
παράκληση — η / παράκλησις, ήσεως, ΝΜΑ [παρακαλώ] 1. επίκληση ή ικεσία, δέηση που απευθύνεται στον Θεό 2. διατύπωση αιτήματος, πράξη με την οποία ζητά κανείς από κάποιον άλλο να κάνει κάτι γι αυτόν ως χάρη («ταῑς ἐμαῑς παρακλήσεσι τοῡτο πεπόνηκεν», πάπ.)… … Dictionary of Greek
Ονώριος — I (Κωνσταντινούπολη 384 – Ραβένα 423). Αυτοκράτορας του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (395 423) μετά την οριστική διαίρεση της (395) από τον πατέρα του Θεοδόσιο τον Μεγάλο σε ανατολικό και δυτικό τμήμα. Η βασιλεία του Ο. –που… … Dictionary of Greek
Χρυσάφης, Μανουήλ — Δύο Βυζαντινοί μουσικοδιδάσκαλοι και υμνογράφοι, που ήκμασαν μετά την Άλωση. 1. Ο Παλαιός. Μουσικός και υμνογράφος του 15ου 16ου αι. Κατά την Άλωση χρημάτισε αριστερός ψάλτης της Αγίας Σοφίας και έγραψε εκκλησιαστικούς ύμνους, τους οποίους… … Dictionary of Greek